- τετράπωλον
- τετρά-πωλον, τό,A = τέθριππον, Cyran.27 (-πολ- cod.), Lyd.Mens.1.12.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετράπωλον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπώλοις — τετράπωλον neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπώλου — τετράπωλον neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπώλῳ — τετράπωλον neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετράπωλος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει τέσσερεις ίππους («τετράπωλον ἅρμα», Μαλάλ. Ι.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ τετράπωλον το τέθριππο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + πῶλος (πρβλ. ἑξά πωλος)] … Dictionary of Greek
τετραπωλία — ἡ, Α [τετράπωλον] τέσσερεις ίπποι που είναι ζευγμένοι μαζί, το τέθριππο … Dictionary of Greek